λαρνακοφθόρος

λαρνακοφθόρος
λαρνακοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει μέσα σε λάρνακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος, ψυχο-φθόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαρνακοφθόρους — λαρνακοφθόρος killing in a box masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”